- πνευμοτύμπανο
- το, Νιατρ. η παρουσία αέρα υπό πίεση στο μέσο αφτί, που χαρακτηρίζεται από οξύ πόνο κατά το φύσημα τής μύτης, από εμβοές, κώφωση και, μερικές φορές, ελαφρά ζάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumotympanum (< πνεύμα + τύμπανο)].
Dictionary of Greek. 2013.